Jump to content

ασεισμικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασεισμικός (aseismikósm (feminine ασεισμική, neuter ασεισμικό)

  1. (seismology) no seismic activity

Declension

[edit]
Declension of ασεισμικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασεισμικός (aseismikós) ασεισμική (aseismikí) ασεισμικό (aseismikó) ασεισμικοί (aseismikoí) ασεισμικές (aseismikés) ασεισμικά (aseismiká)
genitive ασεισμικού (aseismikoú) ασεισμικής (aseismikís) ασεισμικού (aseismikoú) ασεισμικών (aseismikón) ασεισμικών (aseismikón) ασεισμικών (aseismikón)
accusative ασεισμικό (aseismikó) ασεισμική (aseismikí) ασεισμικό (aseismikó) ασεισμικούς (aseismikoús) ασεισμικές (aseismikés) ασεισμικά (aseismiká)
vocative ασεισμικέ (aseismiké) ασεισμική (aseismikí) ασεισμικό (aseismikó) ασεισμικοί (aseismikoí) ασεισμικές (aseismikés) ασεισμικά (aseismiká)
[edit]