Jump to content

ασβολερός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.zvo.leˈɾos/
  • Hyphenation: α‧σβο‧λε‧ρός

Adjective

[edit]

ασβολερός (asvolerósm (feminine ασβολερή, neuter ασβολερό)

  1. (rare) dark, with sooty, black color/colour
    Synonyms: σκοτεινός (skoteinós), μαύρος (mávros)

Declension

[edit]
Declension of ασβολερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασβολερός (asvolerós) ασβολερή (asvolerí) ασβολερό (asvoleró) ασβολεροί (asvoleroí) ασβολερές (asvolerés) ασβολερά (asvolerá)
genitive ασβολερού (asvoleroú) ασβολερής (asvolerís) ασβολερού (asvoleroú) ασβολερών (asvolerón) ασβολερών (asvolerón) ασβολερών (asvolerón)
accusative ασβολερό (asvoleró) ασβολερή (asvolerí) ασβολερό (asvoleró) ασβολερούς (asvoleroús) ασβολερές (asvolerés) ασβολερά (asvolerá)
vocative ασβολερέ (asvoleré) ασβολερή (asvolerí) ασβολερό (asvoleró) ασβολεροί (asvoleroí) ασβολερές (asvolerés) ασβολερά (asvolerá)
[edit]

Further reading

[edit]