Jump to content

αρύς

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρύς (arýsm (feminine αριά, neuter αρύ)

  1. sparse, rare
    Synonyms: αραιός (araiós), αγανός (aganós)

Declension

[edit]
Declension of αρύς
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρύς (arýs) αριά (ariá) αρύ (arý) αριοί (arioí) αριές (ariés) αριά (ariá)
genitive αριού (arioú)
αρύ (arý)
αριάς (ariás) αριού (arioú)
αρύ (arý)
αριών (arión) αριών (arión) αριών (arión)
accusative αρύ (arý) αριά (ariá) αρύ (arý) αριούς (arioús) αριές (ariés) αριά (ariá)
vocative αρύ (arý) αριά (ariá) αρύ (arý) αριοί (arioí) αριές (ariés) αριά (ariá)
[edit]

Further reading

[edit]