αρύπαντος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρύπαντος • (arýpantos) m (feminine αρύπαντη, neuter αρύπαντο)
- Alternative form of αρρύπαντος (arrýpantos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρύπαντος (arýpantos) | αρύπαντη (arýpanti) | αρύπαντο (arýpanto) | αρύπαντοι (arýpantoi) | αρύπαντες (arýpantes) | αρύπαντα (arýpanta) | |
genitive | αρύπαντου (arýpantou) | αρύπαντης (arýpantis) | αρύπαντου (arýpantou) | αρύπαντων (arýpanton) | αρύπαντων (arýpanton) | αρύπαντων (arýpanton) | |
accusative | αρύπαντο (arýpanto) | αρύπαντη (arýpanti) | αρύπαντο (arýpanto) | αρύπαντους (arýpantous) | αρύπαντες (arýpantes) | αρύπαντα (arýpanta) | |
vocative | αρύπαντε (arýpante) | αρύπαντη (arýpanti) | αρύπαντο (arýpanto) | αρύπαντοι (arýpantoi) | αρύπαντες (arýpantes) | αρύπαντα (arýpanta) |