Jump to content

αρύπαντος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρύπαντος (arýpantosm (feminine αρύπαντη, neuter αρύπαντο)

  1. Alternative form of αρρύπαντος (arrýpantos)

Declension

[edit]
Declension of αρύπαντος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρύπαντος (arýpantos) αρύπαντη (arýpanti) αρύπαντο (arýpanto) αρύπαντοι (arýpantoi) αρύπαντες (arýpantes) αρύπαντα (arýpanta)
genitive αρύπαντου (arýpantou) αρύπαντης (arýpantis) αρύπαντου (arýpantou) αρύπαντων (arýpanton) αρύπαντων (arýpanton) αρύπαντων (arýpanton)
accusative αρύπαντο (arýpanto) αρύπαντη (arýpanti) αρύπαντο (arýpanto) αρύπαντους (arýpantous) αρύπαντες (arýpantes) αρύπαντα (arýpanta)
vocative αρύπαντε (arýpante) αρύπαντη (arýpanti) αρύπαντο (arýpanto) αρύπαντοι (arýpantoi) αρύπαντες (arýpantes) αρύπαντα (arýpanta)