Jump to content

αρόσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρόσιμος (arósimosm (feminine αρόσιμη, neuter αρόσιμο)

  1. (agriculture) arable, cultivable, tillable

Declension

[edit]
Declension of αρόσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρόσιμος (arósimos) αρόσιμη (arósimi) αρόσιμο (arósimo) αρόσιμοι (arósimoi) αρόσιμες (arósimes) αρόσιμα (arósima)
genitive αρόσιμου (arósimou) αρόσιμης (arósimis) αρόσιμου (arósimou) αρόσιμων (arósimon) αρόσιμων (arósimon) αρόσιμων (arósimon)
accusative αρόσιμο (arósimo) αρόσιμη (arósimi) αρόσιμο (arósimo) αρόσιμους (arósimous) αρόσιμες (arósimes) αρόσιμα (arósima)
vocative αρόσιμε (arósime) αρόσιμη (arósimi) αρόσιμο (arósimo) αρόσιμοι (arósimoi) αρόσιμες (arósimes) αρόσιμα (arósima)
[edit]

Further reading

[edit]