Jump to content

αρωματοπωλείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρωματοπωλείο (aromatopoleíon (plural αρωματοπωλεία)

  1. perfume shop

Declension

[edit]
Declension of αρωματοπωλείο
singular plural
nominative αρωματοπωλείο (aromatopoleío) αρωματοπωλεία (aromatopoleía)
genitive αρωματοπωλείου (aromatopoleíou) αρωματοπωλείων (aromatopoleíon)
accusative αρωματοπωλείο (aromatopoleío) αρωματοπωλεία (aromatopoleía)
vocative αρωματοπωλείο (aromatopoleío) αρωματοπωλεία (aromatopoleía)
[edit]

Further reading

[edit]