αρωματοποιΐα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρωματοποιΐα • (aromatopoiḯa) f (plural αρωματοποιΐες)
- Alternative form of αρωματοποιία (aromatopoiía)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρωματοποιΐα (aromatopoiḯa) | αρωματοποιΐες (aromatopoiḯes) |
genitive | αρωματοποιΐας (aromatopoiḯas) | - |
accusative | αρωματοποιΐα (aromatopoiḯa) | αρωματοποιΐες (aromatopoiḯes) |
vocative | αρωματοποιΐα (aromatopoiḯa) | αρωματοποιΐες (aromatopoiḯes) |