αρωματικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρωματικός • (aromatikós) m (feminine αρωματική, neuter αρωματικό)
- perfumed, scented
- Synonym: αρωματώδης (aromatódis)
- (chemistry) aromatic
- Το βενζόλιο είναι αρωματική οργανική ένωση. ― To venzólio eínai aromatikí organikí énosi. ― Benzene is an aromatic organic compound.
- (nominalised) aromatic (flavourful substance)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρωματικός (aromatikós) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικοί (aromatikoí) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) | |
genitive | αρωματικού (aromatikoú) | αρωματικής (aromatikís) | αρωματικού (aromatikoú) | αρωματικών (aromatikón) | αρωματικών (aromatikón) | αρωματικών (aromatikón) | |
accusative | αρωματικό (aromatikó) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικούς (aromatikoús) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) | |
vocative | αρωματικέ (aromatiké) | αρωματική (aromatikí) | αρωματικό (aromatikó) | αρωματικοί (aromatikoí) | αρωματικές (aromatikés) | αρωματικά (aromatiká) |
Related terms
[edit]- see: άρωμα n (ároma, “perfume”)
Further reading
[edit]- αρωματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language