Jump to content

αρωματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρωματικός (aromatikósm (feminine αρωματική, neuter αρωματικό)

  1. perfumed, scented
    Synonym: αρωματώδης (aromatódis)
  2. (chemistry) aromatic
    Το βενζόλιο είναι αρωματική οργανική ένωση.To venzólio eínai aromatikí organikí énosi.Benzene is an aromatic organic compound.
  3. (nominalised) aromatic (flavourful substance)

Declension

[edit]
Declension of αρωματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρωματικός (aromatikós) αρωματική (aromatikí) αρωματικό (aromatikó) αρωματικοί (aromatikoí) αρωματικές (aromatikés) αρωματικά (aromatiká)
genitive αρωματικού (aromatikoú) αρωματικής (aromatikís) αρωματικού (aromatikoú) αρωματικών (aromatikón) αρωματικών (aromatikón) αρωματικών (aromatikón)
accusative αρωματικό (aromatikó) αρωματική (aromatikí) αρωματικό (aromatikó) αρωματικούς (aromatikoús) αρωματικές (aromatikés) αρωματικά (aromatiká)
vocative αρωματικέ (aromatiké) αρωματική (aromatikí) αρωματικό (aromatikó) αρωματικοί (aromatikoí) αρωματικές (aromatikés) αρωματικά (aromatiká)
[edit]

Further reading

[edit]