Jump to content

αρχόμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχόμενος (archómenosm (feminine αρχόμενη, neuter αρχόμενο)

  1. (medicine) incipient
    αρχόμενο έκλοςarchómeno éklosincipient ulcer

Declension

[edit]
Declension of αρχόμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχόμενος (archómenos) αρχόμενη (archómeni) αρχόμενο (archómeno) αρχόμενοι (archómenoi) αρχόμενες (archómenes) αρχόμενα (archómena)
genitive αρχόμενου (archómenou) αρχόμενης (archómenis) αρχόμενου (archómenou) αρχόμενων (archómenon) αρχόμενων (archómenon) αρχόμενων (archómenon)
accusative αρχόμενο (archómeno) αρχόμενη (archómeni) αρχόμενο (archómeno) αρχόμενους (archómenous) αρχόμενες (archómenes) αρχόμενα (archómena)
vocative αρχόμενε (archómene) αρχόμενη (archómeni) αρχόμενο (archómeno) αρχόμενοι (archómenoi) αρχόμενες (archómenes) αρχόμενα (archómena)

Further reading

[edit]