Jump to content

αρχισυνταξία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχισυνταξία (archisyntaxíam (plural αρχισυνταξίες)

  1. editor-in-chiefship

Declension

[edit]
Declension of αρχισυνταξία
singular plural
nominative αρχισυνταξία (archisyntaxía) αρχισυνταξίες (archisyntaxíes)
genitive αρχισυνταξίας (archisyntaxías) αρχισυνταξιών (archisyntaxión)
accusative αρχισυνταξία (archisyntaxía) αρχισυνταξίες (archisyntaxíes)
vocative αρχισυνταξία (archisyntaxía) αρχισυνταξίες (archisyntaxíes)
[edit]

Further reading

[edit]