Jump to content

αρχιλόχειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχιλόχειος (archilócheiosm (feminine αρχιλόχειη, neuter αρχιλόχειος)

  1. Archilochian, of or pertaining to the Classical Greek poet Archilochus
  2. (figuratively) biting, stinging

Declension

[edit]
Declension of αρχιλόχειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχιλόχειος (archilócheios) αρχιλόχεια (archilócheia) αρχιλόχειο (archilócheio) αρχιλόχειοι (archilócheioi) αρχιλόχειες (archilócheies) αρχιλόχεια (archilócheia)
genitive αρχιλόχειου (archilócheiou) αρχιλόχειας (archilócheias) αρχιλόχειου (archilócheiou) αρχιλόχειων (archilócheion) αρχιλόχειων (archilócheion) αρχιλόχειων (archilócheion)
accusative αρχιλόχειο (archilócheio) αρχιλόχεια (archilócheia) αρχιλόχειο (archilócheio) αρχιλόχειους (archilócheious) αρχιλόχειες (archilócheies) αρχιλόχεια (archilócheia)
vocative αρχιλόχειε (archilócheie) αρχιλόχεια (archilócheia) αρχιλόχειο (archilócheio) αρχιλόχειοι (archilócheioi) αρχιλόχειες (archilócheies) αρχιλόχεια (archilócheia)

Further reading

[edit]