Jump to content

αρχιλογίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχιλογίστρια (archilogístriaf (plural αρχιλογίστριες, masculine αρχιλογιστής)

  1. chief accountant

Declension

[edit]
Declension of αρχιλογίστρια
singular plural
nominative αρχιλογίστρια (archilogístria) αρχιλογίστριες (archilogístries)
genitive αρχιλογίστριας (archilogístrias) αρχιλογιστριών (archilogistrión)
accusative αρχιλογίστρια (archilogístria) αρχιλογίστριες (archilogístries)
vocative αρχιλογίστρια (archilogístria) αρχιλογίστριες (archilogístries)
[edit]

Further reading

[edit]