αρχικλέφτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχικλέφτης • (archikléftis) m (plural αρχικλέφτες, feminine αρχικλέφτρα)
- master thief
- Synonyms: αρχικλέφταρος (archikléftaros), αρχικλεφταράς (archikleftarás)
Declension
[edit]Declension of αρχικλέφτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχικλέφτης • | αρχικλέφτες • |
genitive | αρχικλέφτη • | αρχικλεφτών • |
accusative | αρχικλέφτη • | αρχικλέφτες • |
vocative | αρχικλέφτη • | αρχικλέφτες • |
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- αρχικλέφτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language