Jump to content

αρχικλέφταρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχικλέφταρος (archikléftarosm (plural αρχικλέφταροι, feminine αρχικλέφτρα)

  1. master thief
    Synonyms: αρχικλέφτης (archikléftis), αρχικλεφταράς (archikleftarás)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρχικλέφταρος (archikléftaros) αρχικλέφταροι (archikléftaroi)
genitive αρχικλέφταρου (archikléftarou) αρχικλέφταρων (archikléftaron)
accusative αρχικλέφταρο (archikléftaro) αρχικλέφταρους (archikléftarous)
vocative αρχικλέφταρε (archikléftare) αρχικλέφταροι (archikléftaroi)
[edit]