Jump to content

αρχιεργάτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From αρχι- (archi-) +‎ εργάτρια (ergátria).

Noun

[edit]

αρχιεργάτρια (archiergátriaf (plural αρχιεργάτριες, masculine αρχιεργάτης)

  1. forewoman

Declension

[edit]
Declension of αρχιεργάτρια
singular plural
nominative αρχιεργάτρια (archiergátria) αρχιεργάτριες (archiergátries)
genitive αρχιεργάτριας (archiergátrias) αρχιεργατριών (archiergatrión)
accusative αρχιεργάτρια (archiergátria) αρχιεργάτριες (archiergátries)
vocative αρχιεργάτρια (archiergátria) αρχιεργάτριες (archiergátries)