Jump to content

αρχιεπισκοπικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχιεπισκοπικός (archiepiskopikósm (feminine αρχιεπισκοπική, neuter αρχιεπισκοπικό)

  1. relating to archbishop or archdiocese

Declension

[edit]
Declension of αρχιεπισκοπικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχιεπισκοπικός (archiepiskopikós) αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) αρχιεπισκοπικοί (archiepiskopikoí) αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká)
genitive αρχιεπισκοπικού (archiepiskopikoú) αρχιεπισκοπικής (archiepiskopikís) αρχιεπισκοπικού (archiepiskopikoú) αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón) αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón) αρχιεπισκοπικών (archiepiskopikón)
accusative αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) αρχιεπισκοπικούς (archiepiskopikoús) αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká)
vocative αρχιεπισκοπικέ (archiepiskopiké) αρχιεπισκοπική (archiepiskopikí) αρχιεπισκοπικό (archiepiskopikó) αρχιεπισκοπικοί (archiepiskopikoí) αρχιεπισκοπικές (archiepiskopikés) αρχιεπισκοπικά (archiepiskopiká)
[edit]

Further reading

[edit]