Jump to content

αρχιδικαστίνα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχιδικαστίνα (archidikastínaf (plural αρχιδικαστίνες, masculine αρχιδικαστής)

  1. (law) chief justice

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρχιδικαστίνα (archidikastína) αρχιδικαστίνες (archidikastínes)
genitive αρχιδικαστίνας (archidikastínas) αρχιδικαστίνων (archidikastínon)
accusative αρχιδικαστίνα (archidikastína) αρχιδικαστίνες (archidikastínes)
vocative αρχιδικαστίνα (archidikastína) αρχιδικαστίνες (archidikastínes)
[edit]