αρχιδικαστίνα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχιδικαστίνα • (archidikastína) f (plural αρχιδικαστίνες, masculine αρχιδικαστής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |
genitive | αρχιδικαστίνας (archidikastínas) | αρχιδικαστίνων (archidikastínon) |
accusative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |
vocative | αρχιδικαστίνα (archidikastína) | αρχιδικαστίνες (archidikastínes) |
Related terms
[edit]- αρχιδικαστής (archidikastís, “chief justice”)
- and see: δίκη f (díki, “trial”)