αρχειακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρχειακός • (archeiakós) m (feminine αρχειακή, neuter αρχειακό)
Declension
[edit]Declension of αρχειακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχειακός • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακοί • | αρχειακές • | αρχειακά • |
genitive | αρχειακού • | αρχειακής • | αρχειακού • | αρχειακών • | αρχειακών • | αρχειακών • |
accusative | αρχειακό • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακούς • | αρχειακές • | αρχειακά • |
vocative | αρχειακέ • | αρχειακή • | αρχειακό • | αρχειακοί • | αρχειακές • | αρχειακά • |
Related terms
[edit]- see: αρχείο n (archeío, “archive”)
Further reading
[edit]- αρχειακός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language