Jump to content

αρχαϊκός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαϊκός (archaïkósm (feminine αρχαϊκή, neuter αρχαϊκό)

  1. (archaeology, linguistics) archaic (relating to classical times)
  2. (linguistics) archaising (UK), archaizing (US)
  3. ancient

Declension

[edit]
Declension of αρχαϊκός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαϊκός (archaïkós) αρχαϊκή (archaïkí) αρχαϊκό (archaïkó) αρχαϊκοί (archaïkoí) αρχαϊκές (archaïkés) αρχαϊκά (archaïká)
genitive αρχαϊκού (archaïkoú) αρχαϊκής (archaïkís) αρχαϊκού (archaïkoú) αρχαϊκών (archaïkón) αρχαϊκών (archaïkón) αρχαϊκών (archaïkón)
accusative αρχαϊκό (archaïkó) αρχαϊκή (archaïkí) αρχαϊκό (archaïkó) αρχαϊκούς (archaïkoús) αρχαϊκές (archaïkés) αρχαϊκά (archaïká)
vocative αρχαϊκέ (archaïké) αρχαϊκή (archaïkí) αρχαϊκό (archaïkó) αρχαϊκοί (archaïkoí) αρχαϊκές (archaïkés) αρχαϊκά (archaïká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαϊκός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαϊκός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]