Jump to content

αρχαιόφιλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαιόφιλος (archaiófilosm (feminine αρχαιόφιλη, neuter αρχαιόφιλο)

  1. antique loving
  2. (nominalised) antique lover

Declension

[edit]
Declension of αρχαιόφιλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιόφιλος (archaiófilos) αρχαιόφιλη (archaiófili) αρχαιόφιλο (archaiófilo) αρχαιόφιλοι (archaiófiloi) αρχαιόφιλες (archaiófiles) αρχαιόφιλα (archaiófila)
genitive αρχαιόφιλου (archaiófilou) αρχαιόφιλης (archaiófilis) αρχαιόφιλου (archaiófilou) αρχαιόφιλων (archaiófilon) αρχαιόφιλων (archaiófilon) αρχαιόφιλων (archaiófilon)
accusative αρχαιόφιλο (archaiófilo) αρχαιόφιλη (archaiófili) αρχαιόφιλο (archaiófilo) αρχαιόφιλους (archaiófilous) αρχαιόφιλες (archaiófiles) αρχαιόφιλα (archaiófila)
vocative αρχαιόφιλε (archaiófile) αρχαιόφιλη (archaiófili) αρχαιόφιλο (archaiófilo) αρχαιόφιλοι (archaiófiloi) αρχαιόφιλες (archaiófiles) αρχαιόφιλα (archaiófila)
[edit]