Jump to content

αρχαιότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀρχαιότης (arkhaiótēs, antiquity); by surface analysis, αρχαίος (archaíos, ancient) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

αρχαιότητα (archaiótitaf (plural αρχαιότητες)

  1. antiquity, ancient times
  2. (in the plural) antiquities

Declension

[edit]
Declension of αρχαιότητα
singular plural
nominative αρχαιότητα (archaiótita) αρχαιότητες (archaiótites)
genitive αρχαιότητας (archaiótitas) αρχαιοτήτων (archaiotíton)
accusative αρχαιότητα (archaiótita) αρχαιότητες (archaiótites)
vocative αρχαιότητα (archaiótita) αρχαιότητες (archaiótites)
[edit]

Further reading

[edit]