Jump to content

αρχαιρεσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀρχαιρεσία (arkhairesía)

Noun

[edit]

αρχαιρεσία (archairesíaf (plural αρχαιρεσίες) (generally in the plural)

  1. elections

Declension

[edit]
Declension of αρχαιρεσία
singular plural
nominative αρχαιρεσία (archairesía) αρχαιρεσίες (archairesíes)
genitive αρχαιρεσίας (archairesías) αρχαιρεσιών (archairesión)
accusative αρχαιρεσία (archairesía) αρχαιρεσίες (archairesíes)
vocative αρχαιρεσία (archairesía) αρχαιρεσίες (archairesíes)