αρχαιρεσία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀρχαιρεσία (arkhairesía)
Noun
[edit]αρχαιρεσία • (archairesía) f (plural αρχαιρεσίες) (generally in the plural)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιρεσία (archairesía) | αρχαιρεσίες (archairesíes) |
genitive | αρχαιρεσίας (archairesías) | αρχαιρεσιών (archairesión) |
accusative | αρχαιρεσία (archairesía) | αρχαιρεσίες (archairesíes) |
vocative | αρχαιρεσία (archairesía) | αρχαιρεσίες (archairesíes) |