Jump to content

αρχαιομαθής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαιομαθής (archaiomathísm (feminine αρχαιομαθής, neuter αρχαιομαθές)

  1. expert on Ancient Greece and its language

Declension

[edit]
Declension of αρχαιομαθής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιομαθής (archaiomathís) αρχαιομαθής (archaiomathís) αρχαιομαθές (archaiomathés) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθή (archaiomathí)
genitive αρχαιομαθούς (archaiomathoús)
αρχαιομαθή (archaiomathí)
αρχαιομαθούς (archaiomathoús) αρχαιομαθούς (archaiomathoús) αρχαιομαθών (archaiomathón) αρχαιομαθών (archaiomathón) αρχαιομαθών (archaiomathón)
accusative αρχαιομαθή (archaiomathí) αρχαιομαθή (archaiomathí) αρχαιομαθές (archaiomathés) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθή (archaiomathí)
vocative αρχαιομαθή (archaiomathí)
αρχαιομαθής (archaiomathís)
αρχαιομαθής (archaiomathís) αρχαιομαθές (archaiomathés) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθείς (archaiomatheís) αρχαιομαθή (archaiomathí)
[edit]

Further reading

[edit]