Jump to content

αρχαιολάτρισσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαιολάτρισσα (archaiolátrissaf (plural αρχαιολάτρισσες, masculine αρχαιολάτρης)

  1. lover of antiquities

Declension

[edit]
Declension of αρχαιολάτρισσα
singular plural
nominative αρχαιολάτρισσα (archaiolátrissa) αρχαιολάτρισσες (archaiolátrisses)
genitive αρχαιολάτρισσας (archaiolátrissas) αρχαιολατρισσών (archaiolatrissón)
accusative αρχαιολάτρισσα (archaiolátrissa) αρχαιολάτρισσες (archaiolátrisses)
vocative αρχαιολάτρισσα (archaiolátrissa) αρχαιολάτρισσες (archaiolátrisses)
[edit]

Further reading

[edit]