αρχαιογνωσία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from αρχαιο- (archaio-) + -γνωσία (-gnosía), a calque of German Altertumskunde.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αρχαιογνωσία • (archaiognosía) f (usually uncountable, plural αρχαιογνωσίες)
Declension
[edit]Declension of αρχαιογνωσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαιογνωσία • | αρχαιογνωσίες • |
genitive | αρχαιογνωσίας • | αρχαιογνωσιών • |
accusative | αρχαιογνωσία • | αρχαιογνωσίες • |
vocative | αρχαιογνωσία • | αρχαιογνωσίες • |
Related terms
[edit]- αρχαιογνώστης m (archaiognóstis, “antiquarian”)
- αρχαιογνωστικός (archaiognostikós, “antiquarian”, adjective)
- and see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
References
[edit]- ^ αρχαιογνωσία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language