Jump to content

αρχαγγελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαγγελικός (archangelikósm (feminine αρχαγγελική, neuter αρχαγγελικό)

  1. archangelic

Declension

[edit]
Declension of αρχαγγελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαγγελικός (archangelikós) αρχαγγελική (archangelikí) αρχαγγελικό (archangelikó) αρχαγγελικοί (archangelikoí) αρχαγγελικές (archangelikés) αρχαγγελικά (archangeliká)
genitive αρχαγγελικού (archangelikoú) αρχαγγελικής (archangelikís) αρχαγγελικού (archangelikoú) αρχαγγελικών (archangelikón) αρχαγγελικών (archangelikón) αρχαγγελικών (archangelikón)
accusative αρχαγγελικό (archangelikó) αρχαγγελική (archangelikí) αρχαγγελικό (archangelikó) αρχαγγελικούς (archangelikoús) αρχαγγελικές (archangelikés) αρχαγγελικά (archangeliká)
vocative αρχαγγελικέ (archangeliké) αρχαγγελική (archangelikí) αρχαγγελικό (archangelikó) αρχαγγελικοί (archangelikoí) αρχαγγελικές (archangelikés) αρχαγγελικά (archangeliká)
[edit]

Further reading

[edit]