αρχαγγελικός
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αρχαγγέλινος (archangélinos)
Adjective
[edit]αρχαγγελικός • (archangelikós) m (feminine αρχαγγελική, neuter αρχαγγελικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαγγελικός (archangelikós) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικοί (archangelikoí) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) | |
genitive | αρχαγγελικού (archangelikoú) | αρχαγγελικής (archangelikís) | αρχαγγελικού (archangelikoú) | αρχαγγελικών (archangelikón) | αρχαγγελικών (archangelikón) | αρχαγγελικών (archangelikón) | |
accusative | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικούς (archangelikoús) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) | |
vocative | αρχαγγελικέ (archangeliké) | αρχαγγελική (archangelikí) | αρχαγγελικό (archangelikó) | αρχαγγελικοί (archangelikoí) | αρχαγγελικές (archangelikés) | αρχαγγελικά (archangeliká) |
Related terms
[edit]- see: αρχάγγελος m (archángelos, “archangel”) and άγγελος m (ángelos, “angel”)
Further reading
[edit]- Αρχάγγελος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχαγγελικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language