αρχίατρος
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχίατρος • (archíatros) m (plural αρχίατροι)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχίατρος (archíatros) | αρχίατροι (archíatroi) |
genitive | αρχίατρου (archíatrou) αρχιάτρου (archiátrou) |
αρχίατρων (archíatron) αρχιάτρων (archiátron) |
accusative | αρχίατρο (archíatro) | αρχίατρους (archíatrous) αρχιάτρους (archiátrous) |
vocative | αρχίατρε (archíatre) | αρχίατροι (archíatroi) |
Second forms are formal.
Related terms
[edit]- see: γιατρός m or f (giatrós, “doctor, physician”)
Further reading
[edit]- αρχίατρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχίατρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language