Jump to content

αρτύσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρτύσιμος (artýsimosm (feminine αρτύσιμη, neuter αρτύσιμο)

  1. non-fasting (not eaten during a fast)

Declension

[edit]
Declension of αρτύσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρτύσιμος (artýsimos) αρτύσιμη (artýsimi) αρτύσιμο (artýsimo) αρτύσιμοι (artýsimoi) αρτύσιμες (artýsimes) αρτύσιμα (artýsima)
genitive αρτύσιμου (artýsimou) αρτύσιμης (artýsimis) αρτύσιμου (artýsimou) αρτύσιμων (artýsimon) αρτύσιμων (artýsimon) αρτύσιμων (artýsimon)
accusative αρτύσιμο (artýsimo) αρτύσιμη (artýsimi) αρτύσιμο (artýsimo) αρτύσιμους (artýsimous) αρτύσιμες (artýsimes) αρτύσιμα (artýsima)
vocative αρτύσιμε (artýsime) αρτύσιμη (artýsimi) αρτύσιμο (artýsimo) αρτύσιμοι (artýsimoi) αρτύσιμες (artýsimes) αρτύσιμα (artýsima)
[edit]

Further reading

[edit]