αρτοκλασία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτοκλασία • (artoklasía) f (usually uncountable, plural αρτοκλασίες)
Declension
[edit]Declension of αρτοκλασία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοκλασία • | αρτοκλασίες • |
genitive | αρτοκλασίας • | αρτοκλασιών • |
accusative | αρτοκλασία • | αρτοκλασίες • |
vocative | αρτοκλασία • | αρτοκλασίες • |
Related terms
[edit]- see: άρτος m (ártos, “bread”)
Further reading
[edit]- αρτοκλασία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρτοκλασία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language