αρτοβιομηχανία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτοβιομηχανία • (artoviomichanía) f (usually uncountable, plural αρτοβιομηχανίες)
Declension
[edit]Declension of αρτοβιομηχανία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτοβιομηχανία • | αρτοβιομηχανίες • |
genitive | αρτοβιομηχανίας • | αρτοβιομηχανιών • |
accusative | αρτοβιομηχανία • | αρτοβιομηχανίες • |
vocative | αρτοβιομηχανία • | αρτοβιομηχανίες • |
Related terms
[edit]- see: άρτος m (ártos, “bread”)
Further reading
[edit]- αρτοβιομηχανία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language