Jump to content

αρτίδιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρτίδιο (artídion (plural αρτίδια)

  1. bread roll, roll, bun
    Synonyms: ψωμάκι (psomáki), φραντζολάκι (frantzoláki)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρτίδιο (artídio) αρτίδια (artídia)
genitive αρτίδιου (artídiou)
αρτίδιου (artídiou)
αρτίδιων (artídion)
αρτίδιων (artídion)
accusative αρτίδιο (artídio) αρτίδια (artídia)
vocative αρτίδιο (artídio) αρτίδια (artídia)
[edit]