αρτίδιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρτίδιο • (artídio) n (plural αρτίδια)
- bread roll, roll, bun
- Synonyms: ψωμάκι (psomáki), φραντζολάκι (frantzoláki)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρτίδιο (artídio) | αρτίδια (artídia) |
genitive | αρτίδιου (artídiou) αρτίδιου (artídiou) |
αρτίδιων (artídion) αρτίδιων (artídion) |
accusative | αρτίδιο (artídio) | αρτίδια (artídia) |
vocative | αρτίδιο (artídio) | αρτίδια (artídia) |
Related terms
[edit]- see: άρτος m (ártos, “bread”)