Jump to content

αρρωστομανία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρρωστομανία (arrostomaníaf (usually uncountable, plural αρρωστομανίες)

  1. (medicine) nosomania
    Synonym: νοσομανία (nosomanía)

Declension

[edit]
Declension of αρρωστομανία
singular plural
nominative αρρωστομανία (arrostomanía) αρρωστομανίες (arrostomaníes)
genitive αρρωστομανίας (arrostomanías) αρρωστομανιών (arrostomanión)
accusative αρρωστομανία (arrostomanía) αρρωστομανίες (arrostomaníes)
vocative αρρωστομανία (arrostomanía) αρρωστομανίες (arrostomaníes)
[edit]