Jump to content

αρρωστιάρης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αρρωστιάρης (arrostiárism (feminine αρρωστιάρα, neuter αρρωστιάρικο)

  1. sickly, weak, ailing, wan, unhealthy

Declension

[edit]
Declension of αρρωστιάρης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρρωστιάρης (arrostiáris) αρρωστιάρα (arrostiára) αρρωστιάρικο (arrostiáriko) αρρωστιάρηδες (arrostiárides) αρρωστιάρες (arrostiáres) αρρωστιάρικα (arrostiárika)
genitive αρρωστιάρη (arrostiári) αρρωστιάρας (arrostiáras) αρρωστιάρικου (arrostiárikou) αρρωστιάρηδων (arrostiáridon) αρρωστιάρικων (arrostiárikon)
accusative αρρωστιάρη (arrostiári) αρρωστιάρα (arrostiára) αρρωστιάρικο (arrostiáriko) αρρωστιάρηδες (arrostiárides) αρρωστιάρες (arrostiáres) αρρωστιάρικα (arrostiárika)
vocative αρρωστιάρη (arrostiári) αρρωστιάρα (arrostiára) αρρωστιάρικο (arrostiáriko) αρρωστιάρηδες (arrostiárides) αρρωστιάρες (arrostiáres) αρρωστιάρικα (arrostiárika)
[edit]

Further reading

[edit]