Jump to content

αρρενογονία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρρενογονία (arrenogoníaf (plural αρρενογονίες)

  1. male birth (used mainly in phrases)
    Antonym: θηλυγονία (thilygonía)

Declension

[edit]
Declension of αρρενογονία
singular plural
nominative αρρενογονία (arrenogonía) αρρενογονίες (arrenogoníes)
genitive αρρενογονίας (arrenogonías) αρρενογονιών (arrenogonión)
accusative αρρενογονία (arrenogonía) αρρενογονίες (arrenogoníes)
vocative αρρενογονία (arrenogonía) αρρενογονίες (arrenogoníes)
[edit]

Further reading

[edit]