αρραβωνιάρης
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αρρεβωνιάρης m (arrevoniáris)
Noun
[edit]αρραβωνιάρης • (arravoniáris) m (plural αρραβωνιάρης, feminine αρραβωνιάρα)
- fiancé, betrothed, intended
- Synonym: αρραβωνιαστικός (arravoniastikós)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρραβωνιάρης (arravoniáris) | αρραβωνιάρηδες (arravoniárides) |
genitive | αρραβωνιάρη (arravoniári) | αρραβωνιάρηδων (arravoniáridon) |
accusative | αρραβωνιάρη (arravoniári) | αρραβωνιάρηδες (arravoniárides) |
vocative | αρραβωνιάρη (arravoniári) | αρραβωνιάρηδες (arravoniárides) |
Related terms
[edit]- see: αρραβωνιάζω (arravoniázo, “to engage”)
Further reading
[edit]- αρραβωνιάρης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language