Jump to content

αρμπουρέτο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμπουρέτο (armpouréton (plural αρμπουρέτα)

  1. (nautical, sailing) topmast
    Coordinate term: ιστός (istós)

Declension

[edit]
Declension of αρμπουρέτο
singular plural
nominative αρμπουρέτο (armpouréto) αρμπουρέτα (armpouréta)
genitive αρμπουρέτου (armpourétou) αρμπουρέτων (armpouréton)
accusative αρμπουρέτο (armpouréto) αρμπουρέτα (armpouréta)
vocative αρμπουρέτο (armpouréto) αρμπουρέτα (armpouréta)
[edit]