Jump to content

αρμπαρόρριζα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμπαρόρριζα (armparórrizaf (plural αρμπαρόρριζες)

  1. sweet-scented pelargonium
    Coordinate term: πελαργόνιο (pelargónio)

Declension

[edit]
Declension of αρμπαρόρριζα
singular plural
nominative αρμπαρόρριζα (armparórriza) αρμπαρόρριζες (armparórrizes)
genitive αρμπαρόρριζας (armparórrizas) αρμπαρορριζών (armparorrizón)
accusative αρμπαρόρριζα (armparórriza) αρμπαρόρριζες (armparórrizes)
vocative αρμπαρόρριζα (armparórriza) αρμπαρόρριζες (armparórrizes)

Further reading

[edit]