Jump to content

αρμοστεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμοστεία (armosteíaf (plural αρμοστείες)

  1. governorship, commissionership (office, position)
  2. residency (building)

Declension

[edit]
Declension of αρμοστεία
singular plural
nominative αρμοστεία (armosteía) αρμοστείες (armosteíes)
genitive αρμοστείας (armosteías) αρμοστειών (armosteión)
accusative αρμοστεία (armosteía) αρμοστείες (armosteíes)
vocative αρμοστεία (armosteía) αρμοστείες (armosteíes)
[edit]

Further reading

[edit]