Jump to content

αρμολόγημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμολόγημα (armológiman (plural αρμολογήματα)

  1. Alternative form of αρμολόγηση (armológisi)

Declension

[edit]
Declension of αρμολόγημα
singular plural
nominative αρμολόγημα (armológima) αρμολογήματα (armologímata)
genitive αρμολογήματος (armologímatos) αρμολογημάτων (armologimáton)
accusative αρμολόγημα (armológima) αρμολογήματα (armologímata)
vocative αρμολόγημα (armológima) αρμολογήματα (armologímata)
[edit]

Further reading

[edit]