αρμολόγημα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρμολόγημα • (armológima) n (plural αρμολογήματα)
- Alternative form of αρμολόγηση (armológisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμολόγημα (armológima) | αρμολογήματα (armologímata) |
genitive | αρμολογήματος (armologímatos) | αρμολογημάτων (armologimáton) |
accusative | αρμολόγημα (armológima) | αρμολογήματα (armologímata) |
vocative | αρμολόγημα (armológima) | αρμολογήματα (armologímata) |
Related terms
[edit]- see: αρμολογώ (armologó, “to point, to joint”)
Further reading
[edit]- αρμολόγημα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language