Jump to content

αρμογή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμογή (armogíf (plural αρμογές)

  1. (woodworking) joint, connection
    Synonym: αρμός (armós)

Declension

[edit]
Declension of αρμογή
singular plural
nominative αρμογή (armogí) αρμογές (armogés)
genitive αρμογής (armogís) αρμογών (armogón)
accusative αρμογή (armogí) αρμογές (armogés)
vocative αρμογή (armogí) αρμογές (armogés)
[edit]

Further reading

[edit]