Jump to content

αρματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρματικός (armatikósm (feminine αρματική, neuter αρματικό)

  1. (military) armoured (UK), armored (US)
    Antonym: αντιαρματικός (antiarmatikós)

Declension

[edit]
Declension of αρματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρματικός (armatikós) αρματική (armatikí) αρματικό (armatikó) αρματικοί (armatikoí) αρματικές (armatikés) αρματικά (armatiká)
genitive αρματικού (armatikoú) αρματικής (armatikís) αρματικού (armatikoú) αρματικών (armatikón) αρματικών (armatikón) αρματικών (armatikón)
accusative αρματικό (armatikó) αρματική (armatikí) αρματικό (armatikó) αρματικούς (armatikoús) αρματικές (armatikés) αρματικά (armatiká)
vocative αρματικέ (armatiké) αρματική (armatikí) αρματικό (armatikó) αρματικοί (armatikoí) αρματικές (armatikés) αρματικά (armatiká)
[edit]
  • see: άρμα n (árma, chariot, armour, tank)