αρματικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρματικός • (armatikós) m (feminine αρματική, neuter αρματικό)
- (military) armoured (UK), armored (US)
- Antonym: αντιαρματικός (antiarmatikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρματικός (armatikós) | αρματική (armatikí) | αρματικό (armatikó) | αρματικοί (armatikoí) | αρματικές (armatikés) | αρματικά (armatiká) | |
genitive | αρματικού (armatikoú) | αρματικής (armatikís) | αρματικού (armatikoú) | αρματικών (armatikón) | αρματικών (armatikón) | αρματικών (armatikón) | |
accusative | αρματικό (armatikó) | αρματική (armatikí) | αρματικό (armatikó) | αρματικούς (armatikoús) | αρματικές (armatikés) | αρματικά (armatiká) | |
vocative | αρματικέ (armatiké) | αρματική (armatikí) | αρματικό (armatikó) | αρματικοί (armatikoí) | αρματικές (armatikés) | αρματικά (armatiká) |
Related terms
[edit]- see: άρμα n (árma, “chariot, armour, tank”)