αρμαντίλο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρμαντίλο • (armantílo) n (plural αρμαντίλα)
- Alternative form of αρμαντίλλο (armantíllo) (armadillo)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμαντίλο (armantílo) | αρμαντίλα (armantíla) |
genitive | αρμαντίλου (armantílou) | αρμαντίλων (armantílon) |
accusative | αρμαντίλο (armantílo) | αρμαντίλα (armantíla) |
vocative | αρμαντίλο (armantílo) | αρμαντίλα (armantíla) |