Jump to content

αρμαντίλο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμαντίλο (armantílon (plural αρμαντίλα)

  1. Alternative form of αρμαντίλλο (armantíllo) (armadillo)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αρμαντίλο (armantílo) αρμαντίλα (armantíla)
genitive αρμαντίλου (armantílou) αρμαντίλων (armantílon)
accusative αρμαντίλο (armantílo) αρμαντίλα (armantíla)
vocative αρμαντίλο (armantílo) αρμαντίλα (armantíla)