αρκαδικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρκαδικός (arkadikósm (feminine αρκαδική, neuter αρκαδικό)

  1. Arcadian

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρκαδικός (arkadikós) αρκαδική (arkadikí) αρκαδικό (arkadikó) αρκαδικοί (arkadikoí) αρκαδικές (arkadikés) αρκαδικά (arkadiká)
genitive αρκαδικού (arkadikoú) αρκαδικής (arkadikís) αρκαδικού (arkadikoú) αρκαδικών (arkadikón) αρκαδικών (arkadikón) αρκαδικών (arkadikón)
accusative αρκαδικό (arkadikó) αρκαδική (arkadikí) αρκαδικό (arkadikó) αρκαδικούς (arkadikoús) αρκαδικές (arkadikés) αρκαδικά (arkadiká)
vocative αρκαδικέ (arkadiké) αρκαδική (arkadikí) αρκαδικό (arkadikó) αρκαδικοί (arkadikoí) αρκαδικές (arkadikés) αρκαδικά (arkadiká)
[edit]

Further reading

[edit]