αρκαδικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρκαδικός • (arkadikós) m (feminine αρκαδική, neuter αρκαδικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρκαδικός (arkadikós) | αρκαδική (arkadikí) | αρκαδικό (arkadikó) | αρκαδικοί (arkadikoí) | αρκαδικές (arkadikés) | αρκαδικά (arkadiká) | |
genitive | αρκαδικού (arkadikoú) | αρκαδικής (arkadikís) | αρκαδικού (arkadikoú) | αρκαδικών (arkadikón) | αρκαδικών (arkadikón) | αρκαδικών (arkadikón) | |
accusative | αρκαδικό (arkadikó) | αρκαδική (arkadikí) | αρκαδικό (arkadikó) | αρκαδικούς (arkadikoús) | αρκαδικές (arkadikés) | αρκαδικά (arkadiká) | |
vocative | αρκαδικέ (arkadiké) | αρκαδική (arkadikí) | αρκαδικό (arkadikó) | αρκαδικοί (arkadikoí) | αρκαδικές (arkadikés) | αρκαδικά (arkadiká) |
Related terms
[edit]- Αρκαδία f (Arkadía, “Arcadia”)
Further reading
[edit]- αρκαδικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language