Jump to content

αριστοφάνειος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριστοφάνειος (aristofáneiosm (feminine αριστοφάνεια, neuter αριστοφάνειο)

  1. Aristophanic

Declension

[edit]
Declension of αριστοφάνειος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοφάνειος (aristofáneios) αριστοφάνεια (aristofáneia) αριστοφάνειο (aristofáneio) αριστοφάνειοι (aristofáneioi) αριστοφάνειες (aristofáneies) αριστοφάνεια (aristofáneia)
genitive αριστοφάνειου (aristofáneiou) αριστοφάνειας (aristofáneias) αριστοφάνειου (aristofáneiou) αριστοφάνειων (aristofáneion) αριστοφάνειων (aristofáneion) αριστοφάνειων (aristofáneion)
accusative αριστοφάνειο (aristofáneio) αριστοφάνεια (aristofáneia) αριστοφάνειο (aristofáneio) αριστοφάνειους (aristofáneious) αριστοφάνειες (aristofáneies) αριστοφάνεια (aristofáneia)
vocative αριστοφάνειε (aristofáneie) αριστοφάνεια (aristofáneia) αριστοφάνειο (aristofáneio) αριστοφάνειοι (aristofáneioi) αριστοφάνειες (aristofáneies) αριστοφάνεια (aristofáneia)
[edit]

Further reading

[edit]