Jump to content

αριστοκρατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀριστοκρατικός (aristokratikós).

Adjective

[edit]

αριστοκρατικός (aristokratikósm (feminine αριστοκρατική, neuter αριστοκρατικό)

  1. aristocratic, noble
    Synonym: ευγενής (evgenís)

Declension

[edit]
Declension of αριστοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικός (aristokratikós) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικοί (aristokratikoí) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)
genitive αριστοκρατικού (aristokratikoú) αριστοκρατικής (aristokratikís) αριστοκρατικού (aristokratikoú) αριστοκρατικών (aristokratikón) αριστοκρατικών (aristokratikón) αριστοκρατικών (aristokratikón)
accusative αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικούς (aristokratikoús) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)
vocative αριστοκρατικέ (aristokratiké) αριστοκρατική (aristokratikí) αριστοκρατικό (aristokratikó) αριστοκρατικοί (aristokratikoí) αριστοκρατικές (aristokratikés) αριστοκρατικά (aristokratiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αριστοκρατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αριστοκρατικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικότερος (aristokratikóteros) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότεροι (aristokratikóteroi) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)
genitive αριστοκρατικότερου (aristokratikóterou) αριστοκρατικότερης (aristokratikóteris) αριστοκρατικότερου (aristokratikóterou) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron) αριστοκρατικότερων (aristokratikóteron)
accusative αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότερους (aristokratikóterous) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)
vocative αριστοκρατικότερε (aristokratikótere) αριστοκρατικότερη (aristokratikóteri) αριστοκρατικότερο (aristokratikótero) αριστοκρατικότεροι (aristokratikóteroi) αριστοκρατικότερες (aristokratikóteres) αριστοκρατικότερα (aristokratikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αριστοκρατικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστοκρατικότατος (aristokratikótatos) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατοι (aristokratikótatoi) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)
genitive αριστοκρατικότατου (aristokratikótatou) αριστοκρατικότατης (aristokratikótatis) αριστοκρατικότατου (aristokratikótatou) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton) αριστοκρατικότατων (aristokratikótaton)
accusative αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατους (aristokratikótatous) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)
vocative αριστοκρατικότατε (aristokratikótate) αριστοκρατικότατη (aristokratikótati) αριστοκρατικότατο (aristokratikótato) αριστοκρατικότατοι (aristokratikótatoi) αριστοκρατικότατες (aristokratikótates) αριστοκρατικότατα (aristokratikótata)
[edit]