αριθμητήρας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αριθμητήρας • (arithmitíras) m (plural αριθμητήρες)
- numbering machine, numerator
- (mathematics) numerator (of a fraction)
- Synonym: αριθμητής (arithmitís)
- Antonym: (denominator) παρονομαστής (paronomastís)
Declension
[edit]Declension of αριθμητήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριθμητήρας • | αριθμητήρες • |
genitive | αριθμητήρα • | αριθμητήρων • |
accusative | αριθμητήρα • | αριθμητήρες • |
vocative | αριθμητήρα • | αριθμητήρες • |
Related terms
[edit]- see: αριθμός m (arithmós, “number”)
Further reading
[edit]- αριθμητήρας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language