Jump to content

αριθμητήρας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριθμητήρας (arithmitírasm (plural αριθμητήρες)

  1. numbering machine, numerator
  2. (mathematics) numerator (of a fraction)
    Synonym: αριθμητής (arithmitís)
    Antonym: (denominator) παρονομαστής (paronomastís)

Declension

[edit]
Declension of αριθμητήρας
singular plural
nominative αριθμητήρας (arithmitíras) αριθμητήρες (arithmitíres)
genitive αριθμητήρα (arithmitíra) αριθμητήρων (arithmitíron)
accusative αριθμητήρα (arithmitíra) αριθμητήρες (arithmitíres)
vocative αριθμητήρα (arithmitíra) αριθμητήρες (arithmitíres)
[edit]

Further reading

[edit]