Jump to content

αριθμήσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριθμήσιμος (arithmísimosm (feminine αριθμήσιμη, neuter αριθμήσιμο)

  1. enumerable
    Synonyms: αριθμητός (arithmitós), μετρήσιμος (metrísimos)

Declension

[edit]
Declension of αριθμήσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριθμήσιμος (arithmísimos) αριθμήσιμη (arithmísimi) αριθμήσιμο (arithmísimo) αριθμήσιμοι (arithmísimoi) αριθμήσιμες (arithmísimes) αριθμήσιμα (arithmísima)
genitive αριθμήσιμου (arithmísimou) αριθμήσιμης (arithmísimis) αριθμήσιμου (arithmísimou) αριθμήσιμων (arithmísimon) αριθμήσιμων (arithmísimon) αριθμήσιμων (arithmísimon)
accusative αριθμήσιμο (arithmísimo) αριθμήσιμη (arithmísimi) αριθμήσιμο (arithmísimo) αριθμήσιμους (arithmísimous) αριθμήσιμες (arithmísimes) αριθμήσιμα (arithmísima)
vocative αριθμήσιμε (arithmísime) αριθμήσιμη (arithmísimi) αριθμήσιμο (arithmísimo) αριθμήσιμοι (arithmísimoi) αριθμήσιμες (arithmísimes) αριθμήσιμα (arithmísima)
[edit]