αριθμήσιμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αριθμήσιμος • (arithmísimos) m (feminine αριθμήσιμη, neuter αριθμήσιμο)
- enumerable
- Synonyms: αριθμητός (arithmitós), μετρήσιμος (metrísimos)
Declension
[edit]Declension of αριθμήσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριθμήσιμος • | αριθμήσιμη • | αριθμήσιμο • | αριθμήσιμοι • | αριθμήσιμες • | αριθμήσιμα • |
genitive | αριθμήσιμου • | αριθμήσιμης • | αριθμήσιμου • | αριθμήσιμων • | αριθμήσιμων • | αριθμήσιμων • |
accusative | αριθμήσιμο • | αριθμήσιμη • | αριθμήσιμο • | αριθμήσιμους • | αριθμήσιμες • | αριθμήσιμα • |
vocative | αριθμήσιμε • | αριθμήσιμη • | αριθμήσιμο • | αριθμήσιμοι • | αριθμήσιμες • | αριθμήσιμα • |
Related terms
[edit]- see: αριθμός m (arithmós, “number”)