Jump to content

αριβιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αριβιστικός (arivistikósm (feminine αριβιστική, neuter αριβιστικό)

  1. relating to the arriviste
    1. newcomer, parvenu
    2. rash, adventurous

Declension

[edit]
Declension of αριβιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριβιστικος (arivistikos) αριβιστικη (arivistiki) αριβιστικο (arivistiko) αριβιστικοι (arivistikoi) αριβιστικες (arivistikes) αριβιστικα (arivistika)
genitive αριβιστικου (arivistikou) αριβιστικης (arivistikis) αριβιστικου (arivistikou) αριβιστικων (arivistikon) αριβιστικων (arivistikon) αριβιστικων (arivistikon)
accusative αριβιστικο (arivistiko) αριβιστικη (arivistiki) αριβιστικο (arivistiko) αριβιστικους (arivistikous) αριβιστικες (arivistikes) αριβιστικα (arivistika)
vocative αριβιστικε (arivistike) αριβιστικη (arivistiki) αριβιστικο (arivistiko) αριβιστικοι (arivistikoi) αριβιστικες (arivistikes) αριβιστικα (arivistika)
[edit]

Further reading

[edit]