αριβίστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αριβίστρια • (arivístria) f (plural αριβίστριες, masculine αριβίστας)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αριβίστρια (arivístria) | αριβίστριες (arivístries) |
genitive | αριβίστριας (arivístrias) | αριβιστριών (arivistrión) |
accusative | αριβίστρια (arivístria) | αριβίστριες (arivístries) |
vocative | αριβίστρια (arivístria) | αριβίστριες (arivístries) |