Jump to content

αριβίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριβίστρια (arivístriaf (plural αριβίστριες, masculine αριβίστας)

  1. upstart, social climber, go-getter

Declension

[edit]
Declension of αριβίστρια
singular plural
nominative αριβίστρια (arivístria) αριβίστριες (arivístries)
genitive αριβίστριας (arivístrias) αριβιστριών (arivistrión)
accusative αριβίστρια (arivístria) αριβίστριες (arivístries)
vocative αριβίστρια (arivístria) αριβίστριες (arivístries)