Jump to content

αρθρογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρθρογραφία (arthrografíaf (plural αρθρογραφίες)

  1. (journalism) writing, journalism (columnists, editorial writers, etc)

Declension

[edit]
Declension of αρθρογραφία
singular plural
nominative αρθρογραφία (arthrografía) αρθρογραφίες (arthrografíes)
genitive αρθρογραφίας (arthrografías) αρθρογραφιών (arthrografión)
accusative αρθρογραφία (arthrografía) αρθρογραφίες (arthrografíes)
vocative αρθρογραφία (arthrografía) αρθρογραφίες (arthrografíes)
[edit]

Further reading

[edit]